- σταχτοδοχείο
- τομικρό σκεύος για τη στάχτη των τσιγάρων, τασάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταχτοδοχείο — το, Ν ρηχό δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή άλλο υλικό για να ρίχνουν οι καπνιστές τη στάχτη και να σβήνουν τα αποτσίγαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχτη + δοχείο] … Dictionary of Greek
καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* … Dictionary of Greek
σταχτιέρα — η, Ν σταχτοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχτη + κατάλ. ιερά (πρβλ. τσαγ ιέρα)] … Dictionary of Greek
τάσι — το, Ν 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι) 2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς 3. σταχτοδοχείο 4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό… … Dictionary of Greek
τασάκι — το, Ν [τάσι] υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο … Dictionary of Greek
τεφροδοχείο — το, Ν 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού 2. σταχτοδοχείο, τασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
γόπα — η 1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα. 2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάσι — το (λ. τουρκ.) 1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο νερού, κρασιού κτλ. 2. σταχτοδοχείο, πιατάκι τσιγάρου. 3. ορειχάλκινος δίσκος της σύγχρονης ορχήστρας, κλαπατσίμπαλο. 4. δίσκος ζυγαριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεφροδοχείο — το 1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού. 2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)